[Πρωθυστερόγραφο: Υπενθυμίζουμε την «Πολιτική Αναδημοσιεύσεων«, την οποία, παρακαλούμε διαβάστε την, σε περίπτωση αντιγραφής του άρθρου –ευχαριστούμε. Φυσικά, αναδημοσιεύσεις και reblog, με αναφορά στην πηγή, είναι πάντα ευπρόσδεκτες].
Ρίγησε, σήμερα, ο κ. Δένδιας, και το είπε στο twitter. Είναι 27η Απριλίου, και όλο και κάπου θα διαβάσουμε κάτι σαν αυτό:
Επιχειρώντας να δώσει κουράγιο στους θλιμμένους Αθηναίους, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος μετέδιδε με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή του τις τελευταίες ελεύθερες φράσεις που μπορούσαν να ακουσθούν:
Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι…
Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών.
Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου.
Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.
Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!
Κι εμείς όλοι, πόσες φορές έχουμε ακούσει την τελευταία δραματική εκφώνηση του Κώστα Σταυρόπουλου, λίγο πριν εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, όπως και την άλλη, με το ‘πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν’ της 28ης Οκτωβρίου, που, παραδόξως, ηχητικά μοιάζει πολύ με το προηγούμενο: Ιδιος εκφωνητής, ίδιος φτιαχτός ‘θόρυβος’ σαν από παλιό δίσκο από πίσω, ίδιο συναίσθημα. Διότι φτιάχτηκαν μαζί.


Την αλήθεια, λοιπόν, αποκαλύπτει ο παλαίμαχος δημοσιογράφος, εκφωνητής και παραγωγός Γιώργος Κάρτερ στο βιβλίο του Έλληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, Ιστορία κι ιστορίες’, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004. Οταν το 1966 ετοίμαζε το ηχητικό ντοκιμαντέρ ‘Ο Μεγάλος Πόλεμος’, που κυκλοφόρησε σε δίσκο LP, δεν είχε τις ηχογραφήσεις αυτές, αφού πριν τον πόλεμο δεν υπήρχαν φωνογραφικά μηχανήματα, κι έτσι ζήτησε από τον Σταυρόπουλο να ηχογραφήσουν ξανά μαζί τα ανακοινωθέντα εκείνων των ημερών του 1940 και 1941. Ο Σταυρόπουλος έγραψε στο χαρτί ‘ό,τι θυμόταν‘, κι έτσι σήμερα πιστεύουμε όλοι ότι ακούμε τις αυθεντικές ηχογραφήσεις, κάθε 28η Οκτωβρίου και κάθε 27η Απριλίου. Συνέχεια ανάγνωσης «Ηχογράφηση του 1966 το υποτιθέμενο τελευταίο δραματικό ανακοινωθέν από το ραδιόφωνο, όταν οι Γερμανοί εισέρχονταν «εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια»»